αντιπαραπλέω

αντιπαραπλέω
ἀντιπαραπλέω (Α)
πλέω προς την απέναντι ακτή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιπαραπλεῖν — ἀντιπαραπλέω sail along on the other side pres inf act (attic epic doric) ἀντιπαραπλέω sail along on the other side pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαραπλέοντας — ἀντιπαραπλέω sail along on the other side pres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic) ἀντιπαραπλέω sail along on the other side pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρελαύνω — ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω] διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου νεοελλ. 1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης… …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”